- Ἀχιλλεύς
- Ахилл
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ἀχιλλεῦς — Ἀχιλλεύς masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχιλλεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αχιλλεύς — Μυθολογικός ήρωας του Τρωικού πολέμου. Βλ. λ. Αχιλλέας … Dictionary of Greek
Τάτιος, Αχιλλεύς — Αλεξανδρινός μυθιστοριογράφος (4ος αι. μ.Χ.). Ήταν μεταγενέστερος του συγγραφέα των Αιθιοπικών Ηλιόδωρου και το κυριότερο έργο του τιτλοφορείται Κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα. Το έργο αυτό αποτελείται από 8 βιβλία και έχει πολλές ομοιότητες με… … Dictionary of Greek
Ἀχιλεῖς — Ἀχιλλεύς masc acc pl Ἀχιλλεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχιλεύς — Ἀχιλλεύς masc nom sg (epic) Ἀχιλλεύς masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχιλλεῖς — Ἀχιλλεύς masc acc pl Ἀχιλλεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχιλλεῦ — Ἀχιλλεύς masc voc sg Ἀχιλλεύς masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχιλλῆ — Ἀχιλλεύς masc nom/voc/acc dual Ἀχιλλεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχιλῆ — Ἀχιλλεύς masc nom/voc/acc dual Ἀχιλλεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχιλεῖ — Ἀχιλλεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)